πεταχτάρι

πεταχτάρι
το удочка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πεταχτάρι" в других словарях:

  • πεταχτάρι — το, Ν ερασιτεχνικό αλιευτικό δίχτυ, ελαφρότερο από την καθετή, που ρίχνεται στη θάλασσα από την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετῶ) + κατάλ. άρι (πρβλ. φυλαχτ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτάρι — το ιού, αλιευτικό όργανο, πετονιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»